παραγίνομαι

παραγίνομαι
ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ
νεοελλ.
1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του»
2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε γκρινιάρης τελευταία»)
3. (ειδικά για καρπούς) παραωριμάζω, υπερωριμάζω («τα σύκα παράγιναν και πέφτουν»)
4. φρ. α) «παράγινε το κακό» — η κατάσταση ξεπέρασε κάθε όριο
β) «παράγινες πια» — έγινες ανυπόφορος
μσν.-αρχ.
φθάνω, έρχομαι, καταφθάνω («παραγίνεται Ιούδας», ΚΔ)
αρχ.
1. είμαι παρών, παρευρίσκομαι («καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί» — παρευρισκόταν στο συμπόσιο τους, Ομ. Οδ.)
2. είμαι κοντά σε κάποιον («καὶ Σοφοκλεῑ ποτέ... παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ ὑπό τινος», Πλάτ.)
3. συμπαραστέκομαι, έρχομαι σε βοήθεια («ᾧδ' ἐθέλει μεγάλως παραγίγνεται ἠδ' ονίνησιν», Ησίοδ.)
4. υποστηρίζω κάποιον σε κάτι («μάχῃ τε... παραγενόμεθα ὑμῑν και Παυσανίᾳ», Θουκ.)
5. (για πράγμα) προσέρχομαι σε κάτι ή σε κάποιον, προστίθεμαι σε κάτι («κατὰ γῆν δὲ πόλεμος, ὅθεν τισί καὶ δύναμις παρεγένετο», Θουκ.)
6. παρουσιάζομαι («εὐτυχίας ἤ νῡν ἡμῑν παραγεγένηται», Ξεν.)
7. (για κέρατα ζώων) αναπτύσσομαι πλήρως, φθάνω σε πλήρη ανάπτυξη
8. προσφεύγω σε κάτι («παραγίγνομαι ἐπὶ τροφὴν καὶ πόμα», Γαλ.)
9. (για καρπούς) ωριμάζω, φθάνω σε πλήρη ωρίμαση
10. φρ. α) «παραγίγνομαι ἐπὶ τινα» — έρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι σε κάποιον
β) «παραγίγνομαι εἴς τι» — φθάνω ώς ένα σημείο
γ) «παραγίγνομαι ἀπό τινος» — κατάγομαι από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραγίνομαι — αμτβ., παράγινα, παραγινωμένος και παραγενωμένος 1. γίνομαι κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράγινες ενοχλητικός με τα πειράγματά σου. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Τα παραγινωμένα ροδάκινα δεν τ αγοράζει ο έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγίνομαι — παραγίγνομαι to be beside pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγίνωμα — και παραγένωμα, το [παραγίνομαι] το αποτέλεσμα τού παραγίνομαι, υπερβολική ωρίμαση καρπού …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • παραγίγνομαι — ΜΑ βλ. παραγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • υπερπεπαίνομαι — Α (αποθ.) ωριμάζω περισσότερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερωριμάζω — Ν [ωριμάζω] ωριμάζω πάρα πολύ, παραγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍԱՆԵՄ — (հասի, հա՛ս, սէ՛ք.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c չ. ՀԱՍԱՆԵՄ որ եւ ՀԱՍԱՆԻՄ. ռմկ. հասնիլ. παραγίνομαι , φθάνω, ἁφικνέομαι, προσέρχομαι pervenio, advenio ἑφάπτομαι, ἑφίστημι supervenio… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀՊԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0126 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ձ. παραγίνομαι, πάρειμι advenio, adsum ἄπτω, ἄπτομαι tango, attingo. Հուպ լինել. հպաւորիլ. մատչել. մերձենալ. շօշափել. յարիլ. կցիլ. զուգաւորիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”